-
1 затрата
1. (усилий и т.п.) η κατανάλωση 2. -ы мн. (расходы) τα έξοδ/α, οι δαπάνεςвид затрат είδος - ων, предел затрат όρια των - ωνмалые - μικρά -, ελάχιστα -- на установку (оборудования) - τοποθέ-τησης/εγκατάστασης/συναρμολόγησης των μηχανημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затрата
-
2 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор